καλοήθης
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ες, A well-disposed, M.Ant.1.1, Procl.Par.Ptol.232, Procop.Arc.22.
German (Pape)
[Seite 1312] ες, gutgesinnt, gutartig, M. Ant. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a de bonnes mœurs, d’un caractère honnête.
Étymologie: καλός, ἦθος.
Greek Monolingual
-όηθες (AM καλοήθης)
αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός