καλλικόμας

From LSJ
Revision as of 18:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικόμας Medium diacritics: καλλικόμας Low diacritics: καλλικόμας Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ
Transliteration A: kallikómas Transliteration B: kallikomas Transliteration C: kallikomas Beta Code: kalliko/mas

English (LSJ)

ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.

Greek Monolingual

καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιοκόμας, στραβαλοκόμας].

Greek Monotonic

καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.

Middle Liddell

καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]