ιδιόκτητος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
η, -ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, -ον)
αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορίκτητος, θεόκτητος].