κορυφαίος
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑM κορυφαῖος, -αία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο, στην κορυφή
2. ο ανώτατος, ο άριστος, αυτός που υπερέχει, ο πρώτος (α. «ο κορυφαίος τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», Ηρόδ.)
3. (στο αρχαίο ελλ. θέατρο) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο πρώτος του χορού («ὥσπερ οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. το πάνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», Ξεν.)
5. το ουδ. ως ουσ. το κορυφαίο(ν)
το ανώτερο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, ο κορφιάς
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μουσ. ο πρώτος βιολιστής της ορχήστρας
2. φρ. α) «κορυφαία δοκός» — ο κορφιάς
β) «κορυφαία ιστίου»
ναυτ. η άνω οριζόντια πλευρά τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην κεραία ή η λοξή πλευρά τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο
γ) «κορυφαία ακτής» — η νοητή καμπύλη στην οποία καταλήγει προς τα άνω η διατομή μιας ακτής
δ) «κορυφαία ορθοδρομίας»
ναυτ. το σημείο της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης πάνω στον χάρτη το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος όταν και το αρχικό και το τελικό στίγμα του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικεφαλής
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) επίσκοπος β) προσωνυμία του Διός
2. το θηλ. ως ουσ. α) τούφα στην κορυφή του κεφαλιού
β) (στην Επίδαυρο) προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού
β) αρχιτ. (για το τύμπανο) το κεντρικό μέρος
γ) στον πληθ. τὰ κορυφαῖα
τα μέρη γύρω από το κεφάλι θυσιασμένου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αῖος (πρβλ. ακραίος, πηγαίος)].