κοντάρι
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν)
επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. καμάκι αλιευτικό
2. κάθε επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία προσδένεται κάτι («το κοντάρι της σημαίας»)
3. μακριά ράβδος για τοπογραφικές μετρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον, οψάριον)].