κόλλητρα
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
τά, A cost of plumber's labour, POxy.736.91 (i A.D.).
Greek Monolingual
κόλλητρα, τὰ (Α)
η αμοιβή για τη συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κολλη- (πρβλ. ε-κόλλη-σα, αόρ. του κολλῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγητρον, κίνητρον)].