κυριόλεκτος

From LSJ
Revision as of 18:47, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source

German (Pape)

[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.

Greek Monolingual

κυριόλεκτος, -ον (AM)
αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός
αρχ.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.
επίρρ...
κυριολέκτως (Α)
με κυριολεξία, κυριολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσλεκτος, πολύλεκτος].