λεοντομάχας
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
v. λεοντομάχος.
Greek Monolingual
λεοντομάχας, ὁ (Α)
λεοντομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μάχας (< μάχη), πρβλ. ενδομάχας, νικομάχας].