λεοντομάχας

English (LSJ)

v. λεοντομάχος.

Greek Monolingual

λεοντομάχας, ὁ (Α)
λεοντομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μάχας (< μάχη), πρβλ. ενδομάχας, νικομάχας].