λείψανο

From LSJ
Revision as of 18:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

το (AM λείψανον)
1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα του γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.)
2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα («τὰ δὲ λείψανα τοῦ σώματος ἑκάστου πολὺν χρόνον παραμένειν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) σκελετωμένος, κάτισχνος, πολύ αδύνατος
2. αρχαιολ. ίχνος, μαρτυρία («τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού»)
νεοελλ.-μσν.
1. κηδεία
2. φρ. «άγια λείψανα» ή, απλώς, «λείψανα» — τα οστά ή τα σώματα μαρτύρων ή άλλων αγίων, καθώς και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν αυτοί όταν ήταν ζωντανοί
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που απέμεινε από μια ομάδα ή από ένα γένος («το δε παλαιὸν ἀνδρὸς λείψανον φίλων κυρεῑ», Ευρ.)
2. στον πληθ. τὰ λείψανα
α) τα πεπραγμένα, τα κατορθώματα κάποιου
β) η συνέπεια, το αποτέλεσμα, τα επακόλουθα («λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + κατάλ. -ανον (πρβλ. δρέπανο, φάσγανο)].