Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελισσόβοτος

From LSJ
Revision as of 19:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσόβοτος Medium diacritics: μελισσόβοτος Low diacritics: μελισσόβοτος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: melissóbotos Transliteration B: melissobotos Transliteration C: melissovotos Beta Code: melisso/botos

English (LSJ)

ον, A fed on by bees, AP9.523, D.P.327.

German (Pape)

[Seite 124] von Bienen beweidet, der Helikon, Dionys. 7 (IX, 523); τὸ μελ., = Vorigem, Nic. Th. 677.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσόβοτος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 523, Διον. Π. 327, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit les abeilles;
2 nourri par les abeilles.
Étymologie: μέλισσα, βόσκω.

Greek Monolingual

μελισσόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον
άλλη ονομασία του φυτού μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππόβοτος, μηλόβοτος].

Greek Monotonic

μελισσόβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που έχει βοσκηθεί από μέλισσες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελισσόβοτος: питающий пчел (Ἑλικών Anth.).

Middle Liddell

μελισσό-βοτος, ον βόσκω
fed on by bees, Anth.