κεφαλοτρύπανον
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ῡ], τό, A trepan, Gal.14.785.
German (Pape)
[Seite 1428] τό, Schädelbohrer, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοτρύπᾰνον: τό, τρυπάνιον, Γαλην. 2. 399.
Greek Monolingual
κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α)
ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικοτρύπανον, σιδηροτρύπανον.