καπνίτης

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνίτης Medium diacritics: καπνίτης Low diacritics: καπνίτης Capitals: ΚΑΠΝΙΤΗΣ
Transliteration A: kapnítēs Transliteration B: kapnitēs Transliteration C: kapnitis Beta Code: kapni/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος A smoky quartz, Alex. Trall.1.15. II fem. καπν-ῖτις (v.l. -ίτης), = καπνός ΙΙ, Ps.-Dsc.4.109.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, = κάπνιος, Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καπνίτης: ὁ, = κάπνιος ΙΙ, Διοσκ. 4. 110.

Greek Monolingual

ὁ (Α καπνίτης)
νεοελλ.
ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία
αρχ.
φρ. «καπνίτης λίθος» — καπνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίτης, (πρβλ. πισσίτης, πυρίτης)].