μοσχοφάγος

From LSJ
Revision as of 07:54, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοφάγος Medium diacritics: μοσχοφάγος Low diacritics: μοσχοφάγος Capitals: ΜΟΣΧΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: moschophágos Transliteration B: moschophagos Transliteration C: moschofagos Beta Code: mosxofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A eating calves, Διόνυσος Sch.Ar.Ra.360; οἱ M., name of a tribe, Peripl.M. Rubr.2,3.

German (Pape)

[Seite 210] Kälber, Kalbfleisch essend, Schol. Ar. Ran. 360.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μόσχους, δηλ. μόσχειον κρέας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 357.

Greek Monolingual

μοσχοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει μοσχαρήσιο κρέας
2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Μοσχοφάγοι
ονομασία φυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ., -φαγ-ον, αόρ. β' του εσθίω), πρβλ. ιπποφάγος, καπροφάγος.