μελιβόας
From LSJ
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
English (LSJ)
ὁ, A sweet-singing, κύκνος E. Fr.773.34 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 122] ὁ, κύκνος, der Süßtönende, Eur. Phaeth. frg. 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐβόας: ὁ, ὁ ἡδέως βοῶν, ᾄδων, κύκνος Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 32.
Greek Monolingual
μελιβόας, ὁ (Α)
αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας, υψιβόας].
Russian (Dvoretsky)
μελῐβόας: ου adj. m сладкозвучный (κύκνος Eur.).