ἱπποκόρυθος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, coined as compd. of ἵππος and κόρυς, Porph. ad Il.2.1 (v.l. ἱππο-κόρυθες as nom. pl.).
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, = Folgdm, Porphyr. qu. Hom. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκόρυθος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πορφ. Ὁμηρ. Ζητήμ. 15.
Greek Monolingual
ἱπποκόρυθος, -ον (Α) ιπποκορυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευκόρυθος, τρικόρυθος.