λαθροδήκτης

From LSJ
Revision as of 09:42, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαθροδήκτης Medium diacritics: λαθροδήκτης Low diacritics: λαθροδήκτης Capitals: ΛΑΘΡΟΔΗΚΤΗΣ
Transliteration A: lathrodḗktēs Transliteration B: lathrodēktēs Transliteration C: lathrodiktis Beta Code: laqrodh/kths

English (LSJ)

v. λαθροδάκνης.

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von λάθαργος.

Greek Monolingual

(I)
λαθροδήκτης και λαθροδάκτης, ὁ (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφοδαγκανιάρης («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + δήκτης < δάκνω), πρβλ. θηριοδήκτης. Ο τ. λαθροδάκτης < λάθρα + -δάκτης (< δάκνω)].
(II)
ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae.