ἰοβάπτης
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, A violet-dyer, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, der Violetfärber.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβάπτης: -ου, ὁ, ὁ βαφεὺς ὅστις βάπτει μὲ χρῶμα τοῦ ἴου, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἰοβάπτης, ὁ (Α)
βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχοβάπτης.