ευπάτωρ

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης
2. καλός πατέρας
3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῖος ὁ εὐπάτωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πατωρ (< πατήρ), πρβλ. απάτωρ.