ξυστοβόλος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ον, A spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.
German (Pape)
[Seite 283] speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).
Greek (Liddell-Scott)
ξυστοβόλος: -ον, ὁ βάλλων ξυστόν, δηλ. ἐξακοντίζων δόρυ, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance une javeline.
Étymologie: ξυστόν, βάλλω.
Greek Monolingual
ξυστοβόλος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.
Greek Monotonic
ξυστοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζει δόρυ, που ρίχνει ακόντιο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξυστοβόλος: ὁ копьеметатель (эпитет Вакха) Anth.