στεφανηπλόκος

Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

(parox.), ὁ, ἡ, Dor. στεφᾰνᾱπλ- Rev.Arch.22 (1925).63 (Callatis):—A plaiter of wreaths, Thphr.HP6.8.1, BGU1528.1 (Ptolemaic), Plu.2.645f; also στεφανοπλόκος, Parmenio ap.Ath.13.608a, Dsc.3.75, 4.71, PLond. 1.125.35 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 939] Kränze flechtend, Theophr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνηπλόκος: -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· ὡσαύτως στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η τύπος εἶναι ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tresse des couronnes.
Étymologie: στεφάνη, πλέκω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α
τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος. Το -η- του τ. για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

στεφᾰνηπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει καλάθια, καλαθοπλέκτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στεφᾰνηπλόκος: сплетающий венки Plut.

Middle Liddell

στεφᾰνη-πλόκος, ον, πλέκω
plaiting wreaths, Plut.