χορτοκόπος

From LSJ
Revision as of 13:30, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτοκόπος Medium diacritics: χορτοκόπος Low diacritics: χορτοκόπος Capitals: ΧΟΡΤΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: chortokópos Transliteration B: chortokopos Transliteration C: chortokopos Beta Code: xortoko/pos

English (LSJ)

ον, A mowing hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a).123 (iii B. C.). 2 -κόπον, τό, scythe for mowing hay, PRyl.393v10 (ii/iii A. D.). 3 -κόπος, ὁ, mower, reaper, PGoodsp.Cair.30 xx 12 (ii A. D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1367] Gras abhauend, mähend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοκόπος: -ον, ὁ κόπτων χόρτον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / χορτοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή
νεοελλ.
εργαλείο για την κοπή χόρτου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον
χορτοκόπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.