ὑδατοπότης

From LSJ
Revision as of 13:30, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοπότης Medium diacritics: ὑδατοπότης Low diacritics: υδατοπότης Capitals: ΥΔΑΤΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: hydatopótēs Transliteration B: hydatopotēs Transliteration C: ydatopotis Beta Code: u(datopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A water-drinker, Phryn.Com.69; cf. ὑδροπότης.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, der Wassertrinker, Ath. II, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτοπότης: ὁ, ὁ πίνων ὕδωρ, ἴδε ὑδροπότης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, πίνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο υδροπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινοπότης.

Greek Monotonic

ὑδᾰτοπότης: ὁ, αυτός που πίνει νερό, πότης νερού.

Middle Liddell

ὑδᾰτο-πότης, ου, ὁ,
a water-drinker.