Ῥαμνοῦς

From LSJ
Revision as of 13:08, 9 September 2021 by Spiros (talk | contribs)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥαμνοῦς Medium diacritics: Ῥαμνοῦς Low diacritics: Ραμνούς Capitals: ΡΑΜΝΟΥΣ
Transliteration A: Rhamnoûs Transliteration B: Rhamnous Transliteration C: Ramnoys Beta Code: *(ramnou=s

English (LSJ)

οῦντος (contr. from ῥαμνόεις), ὁ, Rhamnus, a deme in Attica (named from the ῥάμνοι growing in it), ἡ ἐν Ῥαμνοῦντι θεός, i.e. Nemesis, Paus.1.33.2, cf. Str.9.1.17 and 22; Ῥαμνοῦντι, not ἐν Ῥαμνοῦς,
A at Rhamnus, Lys.19.28, etc.—Hence Ῥαμνούσιος, α, ον, Rhamnusian, Aeschin.1.157, etc.; ἡ Ῥαμνουσία, epithet of Nemesis from her temple at Rhamnus, Hsch., etc.; also Ῥαμνουσίς, ίδος, ἡ, Call.Dian. 232; Ῥαμνουσιάς, άδος, ἡ, IG14.1389 ii 2.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥαμνοῦς: -οῦντος, (συνηρ. ἐκ τοῦ ῥαμνόεις), ὁ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς (κληθεὶς οὕτως ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ φυομένων ῥάμνων), ἡ ἐν Ῥαμν.· θεός, δηλ. ἡ Νέμεσις, Παυσ. 1. 33, 2, πρβλ. Στράβ. 396, 399, Wordsw. Athens and Att. σ. 43· Ῥαμνοῦντι, οὐχὶ ἐν Ῥαμνοῦντι, Cobet V. LL. σ. 201. ― Ἐντεῦθεν Ῥαμνούσιος, α, ον, Ρήτορες: ἡ Ῥαμνουσία, ἐπίθετ. τῆς Νεμέσεως ἐκ τοῦ ὅτι «ἐν Ραμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο ἄγαλμα δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον» Ἡσύχ., κλ. ὡσαύτως Ῥαμνουσίς, -ίδος, ἡ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 232· Ῥαμνουσιάς, -άδος, ἡ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 2.

French (Bailly abrégé)

οῦντος (ὁ) :
Rhamnonte, dème attique de la tribu Æantide.

Greek Monolingual

ο / Ῥαμνοῡς, -οῦν τος, ΝΜΑ, και Ραμνούντας Ν
δήμος της Αιαντίδος φυλής, στη βορειοανατολική παραλία της Αττικής, πάνω στον Ευβοϊκό Κόλπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κατάλ. -οῦς (< -όεις), πρβλ. Σελην-οῦς].

Russian (Dvoretsky)

Ῥαμνοῦς: οῦντος ὁ Рамнунт (дем в атт. филе Αἰαντίς): Ῥαμνοῦντι Lys. в Рамнунте.