σιγάλωμα

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾰλωμα Medium diacritics: σιγάλωμα Low diacritics: σιγάλωμα Capitals: ΣΙΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: sigálōma Transliteration B: sigalōma Transliteration C: sigaloma Beta Code: siga/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, A instrument for smoothing or polishing, especially of shoemakers for smoothing leather, ibid., Hsch. s.v. σιγαλόεντα. II border, edging of a dress, Id.; v. σιάλωμα.

German (Pape)

[Seite 878] τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. σιάλωμα.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγάλωμα: τό, ἐργαλεῖον πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, μάλιστα τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. κράσπεδον, ἄκρα ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε σιάλωμα ΙΙ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σιγαλῶ
1. (κυρίως σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) εργαλείο στίλβωσης ή λείανσης
2. παρυφή, άκρο ενδύματος.