εὐθυμία

Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ἡ, A cheerfulness, contentment, Pi.I.1.63, Pae.1.2, B.16.125, X.Cyr.4.5.7, Philem.96.4, Men.231, etc.: in plural, Pi.O.2.34, X.Cyr.1.3.12, Arist.Pr.954a25; περὶ εὐθυμίης, title of works by Democritus and Hipparchus Pythagoreus. II Εὐ. personified, Pi.Fr.155, Memn.4.2, LW45 (Erythrae).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθῡμία: ἡ, φαιδρότης, χαρά, εὐφροσύνη, Πινδ. Ι. 1. 88, Δημόκρ. παρὰ Σενέκᾳ de Tranq. 2, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· ἐν τῷ πληθ., Πίνδ. Ο. 2. 63, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon courage, confiance, joie.
Étymologie: εὔθυμος.

English (Slater)

εὐθῡμία
   1 joy ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' (Pae. 1.2) pl., moments of joy, εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων (O. 2.34) pro pers., τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυμία) εύθυμος
η ιδιότητα του εύθυμου, η καλή διάθεση, η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση
μσν.- νεοελλ.
1. διασκέδαση
2. ευχάριστη διάθεση που φέρνει η μέθη
αρχ.
η γαλήνη της ψυχής, η ψυχική ισορροπία.

Greek Monotonic

εὐθῡμία: ἡ, χαρά, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῡμία: ἡ тж. pl. веселое настроение, веселье, радость Pind., Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

εὐθῡμία, ἡ,
cheerfulness, tranquillity, Xen. [from εὔθῡμος]

English (Woodhouse)

cheerfulness, gaiety