σοί
From LSJ
English (LSJ)
v. σύ. σοιδηύδεις· βάκχαι . ., Hsch. σοίθης· ψίθυρος, ἀλαζών, διάβολος, Id. σοίκιδες· κώνωπες, Id. σοῖο, Ion.gen. of σός, σόν.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοί ook enclit. σοι, dat. sing. van σύ.
Russian (Dvoretsky)
σοί: (тж. энкл.) dat. к σύ.
Greek (Liddell-Scott)
σοί: ἴδε σύ.
English (Strong)
dative case of σύ; to thee: thee, thine own, thou, thy.
Greek Monotonic
σοί: και εγκλιτ. σοι, δοτ. του σύ.