ὁμογάλακτες

Revision as of 14:07, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

[γᾰ], οἱ, A persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters : hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol.1252b18, Philoch.91 : nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. inBCH1.152, perhaps rightly, cf. γάλα.)

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάλακτες: οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ γάλα· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.
Étymologie: ὁμός, γάλα.

Greek Monolingual

ὁμογάλακτες, οἱ (Α)
1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια
2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. ομογάλαξ < ομ(ο)- + -γάλαξ (< γάλα), πρβλ. νεογάλαξ.

Greek Monotonic

ὁμογάλακτες: οἱ (γάλα), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την ίδια οικογένεια, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμογάλακτες: ων (γᾰ) οἱ вскормленные одним и тем же молоком, т. е. родичи Arst.

Middle Liddell

γάλα
persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters, clansmen, Arist.