διαστηματικός
English (LSJ)
ή, όν, A proceeding by intervals, of musical progressions, δ. κίνησις Archyt.1, Aristox.Harm.p.9 M., etc.; of time, measured by intervals, Porph.Sent.44. II indicating distance, of the pronoun ἐκεῖνος, A.D.Pron.57.10. III dimensional, opp. ἀδιάστατος, φύσις Ph.2.184, cf. Dam.Pr.110; δ. φαντασία spatial representation, Procl.in R.2.249K. IV Adv. -κῶς, = διαστατικῶς, Simp.in Epict.p.5 D., Procl. in Prm.p.663 S., Syrian.in Metaph.24.22; τοπικῶς καὶ δ. Procl.in Ti.2.104 D.
German (Pape)
[Seite 604] ή, όν, mit Intervallen, Ggstz συνεχής, Music.
Greek (Liddell-Scott)
διαστηματικός: -ή, -όν, κεχωρισμένος διὰ διαστημάτων, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθ. συνεχής, Ἀριστόξ Στοιχ. 9, 10. 2) ὁ ἔχων ἔκτασιν ἢ διαστάσεις, Φίλων 2. 184. 3· ὁ δηλῶν ἀπομάκρυνσιν, ὡς π. χ. ἡ ἀντων. ἐκεῖνος, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντων. 332Β.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I del espacio
1 dimensional, que tiene dimensiones φύσις op. ἀδιάστατος Ph.2.184, Gr.Nyss.M.46.48B, Hom.Opif.23.3, φαντασία ... δ. representación espacial Procl.in R.2.249.
2 dividido en partes τὸ ὅλον δ. ἐστιν ἕνωσις Dam.in Prm.152, cf. 197
•mat. τὸ (πόσον) δ. la cantidad discreta Aristid.Quint.101.4.
3 gram. que indica lejanía, separación del pron. ἐκεῖνος A.D.Pron.57.10.
II del tiempo
1 por intervalos, discontinuo χρόνος Porph.Sent.44, προκοπή Dam.in Prm.394.
2 temporal, que ocurre en el tiempo ἀρχή Ath.Al.M.26.268C, ἡ δ. τῶν αἰώνων παράτασις Gr.Nyss.Eun.2.456.
3 que implica temporalidad como algo negado de Dios νόημα Gr.Nyss.Infant.77.8, Eun.3.2.118, Hex.8.
4 mús. sometido al escalonamiento de los intervalos αἱ διαστηματικαὶ διαφοραί Aristox.Harm.25.6, ἡ τῶν διαστηματικῶν μεγεθῶν διαφορά Aristox.Harm.59.15
•que se produce por intervalos, discontinuo διαστηματικὴν εἶναι τὴν τῆς φωνῆς κίνησιν Porph.in Harm.57.24, op. συνεχής Aristid.Quint.5.26, Cleonid.Harm.2, Anon.Bellerm.34.
III adv. -ῶς
1 en extensión, extensamente ὅσα κατὰ τὸν φαινόμενον οὐρανὸν ... δ. ἐνορᾶται Syrian.in Metaph.24.22, αἱ μερικαὶ ἀρχαὶ ... ὑπ' αὐτῆς (τῆς ὅλης) οὐ δ. περιέχονται Simp.in Epict.1.74, τοπικῶς καὶ δ. Procl.in Ti.2.104.32, in Prm.854.
2 temporalmente, en el tiempo ἡ ἀνθρωπίνη ζωὴ δ. κινουμένη ἀπό τινος ἀρχῆς εἴς τι τέλος Gr.Nyss.Eun.2.459, cf. 70, Dam.in Prm.389.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαστηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που χωρίζεται με διαστήματα
2. αυτός που έχει έκταση ή διαστάσεις
αρχ.
1. αυτός που δηλώνει απομάκρυνση, όπως η αντωνυμία εκείνος
2. μουσ. αυτός που χωρίζεται με διαστήματα.