εἴσοπτος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον,visible, βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.
German (Pape)
[Seite 744] anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσοπτος: -ον, ὁρατός, Σιμωνίδ. 26, Ἡρόδ. 2. 138.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
visible.
Étymologie: εἰσοράω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐσ- Simon.74.5, Hdt.2.138
visible (ἁ Ἀρετά) οὐδὲ πάντων βλεφάροισι θνατῶν ἔ. Simon.l.c., ἱρόν Hdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 6.
Greek Monolingual
εἴσοπτος και ἔσοπτος, -ον (Α)
ορατός, προσιτός στη θέα.
Greek Monotonic
εἴσοπτος: -ον (εἰσόψομαι, μέλ. του εἰσοράω), ορατός, ολοφάνερος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
εἴσοπτος: ион. ἔσοπτος 2 заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый (τὸ ἱρόν Her.).