εἴσοπτος

From LSJ
Revision as of 07:11, 7 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσοπτος Medium diacritics: εἴσοπτος Low diacritics: είσοπτος Capitals: ΕΙΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eísoptos Transliteration B: eisoptos Transliteration C: eisoptos Beta Code: ei)/soptos

English (LSJ)

ον,visible, βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.

German (Pape)

[Seite 744] anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσοπτος: -ον, ὁρατός, Σιμωνίδ. 26, Ἡρόδ. 2. 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: εἰσοράω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐσ- Simon.74.5, Hdt.2.138
visible (ἁ Ἀρετά) οὐδὲ πάντων βλεφάροισι θνατῶν ἔ. Simon.l.c., ἱρόν Hdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 6.

Greek Monolingual

εἴσοπτος και ἔσοπτος, -ον (Α)
ορατός, προσιτός στη θέα.

Greek Monotonic

εἴσοπτος: -ον (εἰσόψομαι, μέλ. του εἰσοράω), ορατός, ολοφάνερος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εἴσοπτος: ион. ἔσοπτος 2 заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый (τὸ ἱρόν Her.).

Middle Liddell

εἴσοπτος, ον εἰσόψομαι, fut. of εἰσοράω
visible, Hdt.