transgression
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English > Greek (Woodhouse)
substantive
infringement: P. σύγχυσις, ἡ.
transgression of the law: P. παρανομία, ἡ, παρανόμημα, τό.
sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, ἀδικία, ἡ, ἀδίκημα, τό (Euripides, Ion, 325), κακόν, τό, P. ἁμάρτημα, τό, κακουργία, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό.
impiety: P. and V. ἀσέβεια, ἡ, V. δυσσέβεια, ἡ.
impious act: P. ἀσέβημα, τό.