ἀνθρωπόμορφος
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον, shaped like a human, anthropomorphic, of human form, θεός Epicur.Fr. 353, cf. Str.17.1.28, Ph.1.15, Corn.ND27, Procop.Arc.18; ζῴδια Ptol.Tetr.79,181.
German (Pape)
[Seite 234] von menschlicher Gestalt, θεός Plut.; δράκων Luc. Alex. 12. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν ἀνθρώπου ἔχων, ἀνθρωποειδής, Στράβ. 805, Φίλων 1. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 21. ― Ἐπίρρ. -φως Θεόδ. Στουδ. Ἐντεῦθεν ἀνθρωπομορφιανοὶ καὶ -μορφῖται, οἱ, αἱρετικοὶ παραδεχόμενοι τὸν Θεὸν ὡς ἔχοντα μορφὴν ἀνθρώπινην· οἱ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ Αὐδιανοὶ ἀπὸ τοῦ αἱρεσιάρχου αὐτῶν Αὐδαίου, Ἱερώνυμ. ΙΙ. 364, Κύριλ. Ἀλ. ΙΧ. 1065, Ἐπιφάν. ΙΙ. 2236Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à forme humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μορφή.
Spanish (DGE)
-ον
1 antropomorfo, de forma humana θεός Chrysipp.Stoic.2.305, Ph.1.15, Clem.Al.Strom.7.4.22, Ath.Al.M.28.1229B, Origenes Dial.12 (p.146.19), τὸ θεῖον Ammon.Ac.M.85.1565A, ξόανον Str.17.1.28, τὰ δ' ἄνω del cuerpo de Pan, Corn.ND 27, τῶν θεῶν τὰ σώματα Plu.2.167d, βρέφος ... γεγονὸς ἐξ ἵππου Plu.2.149C, δαίμων τις Procop.Arc.18.1, (τὸ αἴτιον) ἀνθρωπόμορφον ... εἰσάγειν Ph.1.335, εἶδος Ph.1.622, θηρίον Ph.2.6, Ign.Sm.4.1, τὰ ἀ. τῶν ζῳδίων Ptol.Tetr.2.8.6, cf. 4.4.9, δράκων Luc.Alex.16, cf. 12, de la mandrágora, Ps.Dsc.4.75.
2 adv. -ως en forma humana Meth.Sym.et Ann.M.18.372D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνθρωπόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει τη μορφή, το σχήμα ανθρώπου, ανθρωποειδής
2. φρ. «ἀνθρωπόμορφον τέρας» (υβριστικά).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπόμορφος: человекообразный (τὰ τῶν θεῶν σώματα Plut.; δράκων Luc.).