πλέθρο

From LSJ
Revision as of 09:53, 23 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " 1/6 " to " ⅙ ")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

το / πλέθρον ΝΑ, και βλέθρον και πέλεθρον Α
μονάδα μήκους ισοδύναμη με 29,57 μέτρα σήμερα, η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή ⅙ του σταδίου
νεοελλ.
μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 874,38 τετραγωνικά μέτρα
αρχ.
(στη Ρώμη) μονάδα μέτρησης γεωργικών εκτάσεων ίση με διακόσιους σαράντα πόδες ως προς το μήκος και εκατόν είκοσι ως προς το πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -θρον (πρβλ. βέρε-θρον). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. πέλομαι «γυρίζω, περιφέρομαι». Αρχαιότερος θεωρείται ο ομηρ. τ. πέλεθρον από τον οποίο προήλθε ο τ. πλέθρον με συγκοπή του -ε-].