ἐξαύξω
English (LSJ)
A increase, Thphr.CP1.22.1:—Pass., ἐξαύξομαι = grow too fast, Id.HP 6.6.6.
German (Pape)
[Seite 874] (s. αὔξω), sehr, allzusehr vergrößern. – Med., allzu sehr wachsen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαύξω: μέλλ. -αυξήσω: αὐξάνω τι ὑπὲρ τὸ δέον, ἡ γὰρ θερμότης ἐξαύξειν φαίνεται καὶ διαρθροῦν τὰ μέλη καὶ σκληρύνειν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 22. 1· - ἐν τῷ Παθ., παρὰ πολὺ ταχέως αὐξάνομαι, ὁ αὐτὸς π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 6.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer crecer, hacer aumentar ἡ γὰρ θερμότης ἐξαύξειν φαίνεται ... τὰ μέλη τῶν ὀρνίθων Thphr.CP 1.22.1.
2 intr. en v. med.-pas. ἐξαύξομαι = desarrollarse, crecer excesivamente de un rosal no podado (ἡ ῥοδωνιά) ἐωμένη γὰρ ἐξαύξεται Thphr.HP 6.6.6, (τὰ ὀξέα τῶν νοσημάτων) ... εἶτ' αὖθις ἐξαυξηθέντα Gal.17(2).509.
Greek Monolingual
ἐξαύξω (Α) αύξω
1. επιταχύνω την αύξηση
2. παθ. αυξάνομαι γρήγορα.