ὑπερασπισμός
From LSJ
ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
English (LSJ)
ὁ, A a covering with a shield, protection, LXXPs.17(18).36, al.
German (Pape)
[Seite 1191] ὁ, Bedeckung mit dem Schilde, Beschützung (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερασπισμός: ὁ, τὸ ὑπερασπίζειν τινά, ὑπεράσπισις, προστασία, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 35, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ὑπερασπίζω
υπεράσπιση, προστασία («τὸν ὑπερασπισμόν, ὃν ὑπερήσπιζεν αὐτοῦ ὁ Θεός», Ωριγ.).