ἀμεταστρεπτί
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
[ῑ], Adv. fr. ἀμετάστρεπτος.
German (Pape)
[Seite 122] unverwandt, ἰέναι Plat. Rep. X. 620 e; oft φεύγειν, Legg. IX, 854 c; Xen. Conv. 4, 50 Luc. Nigr. 28 u. A.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se retourner.
Étymologie: ἀ, μετάστρεπτος.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -τεί Sch.A.Ch.98 adv.
1 sin volverse φεύγειν Pl.Lg.854c, X.Smp.4.50, Luc.Nigr.28, D.C.47.45.4, cf. tb. Pl.R.620e, D.H.6.17, Ph.1.517, M.Ant.8.5, Sch.A.l.c.
2 fig. sin mirar atrás, con resolución τὴν ὁδὸν εὐθεῖαν βαδίζωμεν Clem.Al.Strom.5.1.8.
Greek Monolingual
ἀμεταστρεπτὶ και -τεί επίρρ. (Α) ἀμετάστρεπτος
δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεταστρεπτί: или ἀμεταστρεπτεί adv. не оборачиваясь, без оглядки (ἰέναι Plat.; φεύγειν Xen., Plat.).
Middle Liddell
[from ἀμετάστρεπτος
adv. ἀμεταστρεπτί¯, or ἀμεταστρεπτεί, without turning, straight forward, ἰέναι, φεύγειν Plat.