κακιζότεχνος

From LSJ
Revision as of 11:39, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκιζότεχνος Medium diacritics: κακιζότεχνος Low diacritics: κακιζότεχνος Capitals: ΚΑΚΙΖΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: kakizótechnos Transliteration B: kakizotechnos Transliteration C: kakizotechnos Beta Code: kakizo/texnos

English (LSJ)

ον, A finding fault with one's scraftsmanship, meticulous, of the sculptor Callimachus, v.l. in Paus. 1.26.7; cf. κατατηξίτεχνος.

German (Pape)

[Seite 1298] ein Kunstwerk tadelnd; so hieß nach Paus. 1, 26, 7 der allzu sorgfältige Künstler Kallimachus, der immer noch Etwas an seinem Kunstwerke auszusetzen fand, v.l. mss. κατατηξίτεχνος u. κατατηξότεχνος, d. h. die Kunst schmelzend, kraftlos machend.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκιζότεχνος: -ον, ὁ κακίζων τὰ ἔργα τῆς τέχνης, εὑρίσκων ἐλλείψεις, μηδέποτε εὑρίσκων αὐτὰ τέλεια, ἐπίθ. τοῦ Καλλιμάχου, ὃς ἦν γνωστὸς διὰ τὴν γνωστὴν ἐξεργασίαν τῶν ἔργων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 26, 7, Πλίν. 34. 19, § 35. Ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Παυσ. ἔχουσι κατατηξίτεχνος, ὅπερ φαίνεται γνήσιον, = ὁ κατατήκων ἢ παραλύων τὴν τέχνην, πρβλ. Διον. Ἁλ. τόμ. 6, σ. 1114 Reiske, Sillig. Catal. Artif. σ. 128.

Greek Monolingual

κακιζότεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τους βρίσκει μόνο ελλείψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί-τεχνος].