θηρόβρωτος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον,= θηρόβοτος, Str.6.1.12 (A v.l. θηριοβρ-).
German (Pape)
[Seite 1210] v.l. für θηριόβρωτος, Strab. VI, 263.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Στράβ. 263, μετὰ διαφ. γραφ. θηριόβρωτος.
Greek Monolingual
θηρόβρωτος και θηριόβρωτος, -ον (Α)
βλ. θηρόβοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. άβρωτος, πολύβρωτος].