πατραδέλφεια

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰδέλφεια Medium diacritics: πατραδέλφεια Low diacritics: πατραδέλφεια Capitals: ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΕΙΑ
Transliteration A: patradélpheia Transliteration B: patradelpheia Transliteration C: patradelfeia Beta Code: patrade/lfeia

English (LSJ)

ἡ, A cousin by the father's side, A.Supp.38 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰδέλφεια: ἡ, συγγένεια ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, ἤτοι τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς ἤθελον νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enfant de l’oncle ou de la tante paternels.
Étymologie: πατήρ, ἀδελφός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η συγγενική σχέση από τον αδελφό του πατέρα, η συγγένεια μεταξύ τών παιδιών δύο αδελφών, ξαδερφοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αδέλφεια (< -άδελφος < ἀδελφός)].

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰδέλφεια: v.l. πατραδελφία ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατραδέλφεια -ας, ἡ [πατήρ, ἄδελφος] nicht (van vaderskant).