ῥαδαλός

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰδᾰλός Medium diacritics: ῥαδαλός Low diacritics: ραδαλός Capitals: ΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: rhadalós Transliteration B: rhadalos Transliteration C: radalos Beta Code: r(adalo/s

English (LSJ)

ή, όν, A v. ῥοδανός. ῥαδαμεῖ· βλαστάνει, Hsch. ῥάδαμνος, v. ὀρόδαμνος. ῥᾰδαμνώδης, ες, like a young shoot, Sch.Nic. Th.543. ῥαδανᾶται· πλανᾶται, Hsch. ῥαδάνη· κρόκη, ὁμοίως ῥοδάνη, Id. ῥᾰδᾰνίζω, v. ῥοδάνη. ῥᾰδᾰνός, v. ῥοδανός. ῥαδανῶροι· οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί, Ταραντῖνοι, Id. ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον, Id.

German (Pape)

[Seite 830] las Zenodot. Il. 18, 576 für ῥοδανόν, = εὐκράδαντος, leicht beweglich. S. ῥαδινός.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰδᾰλός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός, «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
facile à mouvoir.
Étymologie: ῥᾴδιος.

English (Autenrieth)

see ῥοδανός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰδᾰλός: Hom. v.l. = ῥοδανός.