θυάς
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
άδος, ἡ, (θύω) A = θυιάς (q.v.). II attack, πλευρωνίας Mich. in PN30.20. III θύας· πηδήσας, Hsch.; cf. θύασσε· ἐπήδησε, Cyr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
c. θυιάς.
Greek Monolingual
θυάς και ορθή γρφ. θυιάς, -άδος, ή (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]
βλ. θυιάς.
Russian (Dvoretsky)
θυάς: άδος ἡ Plut. = θυιάς I.