χρυσεοστέφανος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, A f.l. for χρυσοστέφανος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1379] = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοστέφᾰνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἀντὶ χρυσοστέφανος, ὃ ἴδε.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοστέφανος: Eur. v.l. = χρυσοστέφανος.