κνημόω

From LSJ
Revision as of 18:06, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημόω Medium diacritics: κνημόω Low diacritics: κνημόω Capitals: ΚΝΗΜΟΩ
Transliteration A: knēmóō Transliteration B: knēmoō Transliteration C: knimoo Beta Code: knhmo/w

English (LSJ)

aor. -ῶσαι, A = περιχῶσαι, φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, Hsch.; -οῦμαι, = φθείρομαι, and -ωθῆναι, = φθαρῆναι, Id.; κνημωθείς is prob. f.l. for κημωθείς in Hermesian.7.38.

German (Pape)

[Seite 1460] mit Beinschienen umgeben, Hesych.; er erklärt auch φθεῖραι; u. so sagt von einem unglücklichen Liebhaber Hermesian. bei Ath. XIV, 598 a πολλάκι κνημωθεὶς κώμους εἶχε.

Greek (Liddell-Scott)

κνημόω: ὁπλίζω μὲ περικνημῖδας, Ἀντιόχ. Πανδέκτ. 1207Α. ΙΙ. τὸ παθητ. ἔχει διάφορον σημασίαν παρ᾿ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ κνημοῦσθαι διὰ τοῦ φθείρεσθαι ἐν διαφόροις γλώσσαις αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Ἑρμησιάναξ παρ᾿ Ἀθην. 598Α, ἐπὶ ἀτυχοῦς τινος ἐραστοῦ, πολλάκι... κνημωθεὶς κώμους εἶχε σὺν Ἑξαμύῃ. Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ῥῆμα προφανῶς συγγενεύει πρὸς τὰ κνάω, κνήθω.