Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: μύχαλος | Medium diacritics: μύχαλος | Low diacritics: μύχαλος | Capitals: ΜΥΧΑΛΟΣ |
Transliteration A: mýchalos | Transliteration B: mychalos | Transliteration C: mychalos | Beta Code: mu/xalos |
[ῠ], A = μύχατος, Τάρταρα Trag.in PGrenf.2.6 Fr.1.7; f.l. in E.Hel.189 (lyr.).
μύχαλος (Α)
μύχατος («μύχαλα Τάρταρα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. του μύχατος, τότε η λ. εμφανίζει την κατάλ. -αλος (πρβλ. βύσσ-αλος: βυσσός)].