εὐανάδοτος
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ον, A easy to digest, Ath.1.26a, Diph.Siph. ap. eund.8.356b (v.l. εὐαπόδοτον), Dsc.2.85, Iamb.VP3.13.
Greek (Liddell-Scott)
εὐανάδοτος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀναδιδόμενος εἰς τὸ σῶμα, Ἀθήν. 26Α· ἤ, εὔπεπτος. «εὐκολοχώνευτος», Δίφιλ. Σίφν. αὐτόθι 356Β (διάφ. γραφ. εὐαπόδοτον.)
Greek Monolingual
εὐανάδοτος, -ον (Α)
ο εύπεπτος, ο ευκολοχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-δοτος (< ανα-δίδωμι)].