σκιρός
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
ά, όν, A hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.
German (Pape)
[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.
Russian (Dvoretsky)
σκιρός: досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).