ἐξατιμάζω
English (LSJ)
A dishonour utterly, S.OC1378, v.l. in LXX 1 Ki.17.42:— also ἐξατῑμ-ατῑμάω (s.v.l.) Phld.Rh.2.174S.
German (Pape)
[Seite 873] verstärktes simpl.; Soph. O. C. 1380; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰτῑμάζω: καταφρονῶ, καὶ μὴ ’ξατιμάζητον, εἰ τυφλοῦ πατρὸς τοιώδ’ ἔφυτον (ἐφύτην Elms.) Σοφ. Ο. Κ. 1378.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(ἐξατῑμάζω)
deshonrar por completo ἵν' ἀξιῶτον τοὺς φυτεύσαντας σέβειν, καὶ μὴ 'ξατιμάζητον S.OC 1378.
Greek Monolingual
ἐξατιμάζω (AM) ατιμάζω
ατιμάζω εντελώς, ντροπιάζω
μσν.- νεοελλ.
1. κατηγορώ
2. βρίζω
3. καταριέμαι.
Greek Monotonic
ἐξατῑμάζω: μέλ. -σω, ντροπιάζω εντελώς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξατῑμάζω: ни во что не ставить, презирать Soph.