κατάδω

From LSJ
Revision as of 20:29, 27 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

κατᾴδω και καταείδω (Α)
1. (για πουλιά) α) κελαηδώ
β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου
2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι
3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου
5. τραγουδώ επωδή μαγείας
6. ξεκουφαίνω κάποιον με το τραγούδι μου
7. φρ. τραγουδώ σε όλη την έκταση της κλίμακας
8. «κατᾴδειν δεῖπνον» — κάνω ευχάριστο το δείπνο με τραγούδια
9. μέσ. κατᾴδομαι
βάζω κάποιον και μού τραγουδά
10. παθ. με μαγική επωδή εξαναγκάζομαι να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄδω «τραγουδώ»].