οἰκείωσις
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
εως, ἡ, A appropriation, οἰ. ποιεῖσθαί τινος Th.4.128 : pl., profits, Vett.Val.202.17. 2 affinity, Ph.1.142, al.; attraction, affection (cf. οἰκεῖος ΙΙΙ.2b), πρός τινα Diogenian.Epicur.4.55, Ph.1.256, Stoic.1.49, al., Asp. in EN 44.27, cf. Hierocl.p.35 A.; ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰ. Plot.4.4.44; propensity, εἰς ἡδονήν Gal.5.456; τῆς ψυχῆς, opp. ἀλλοτρίωσις, Plot.3.6.1, 3.8.8, al., Porph.Sent.18; becoming familiar with, εἰς τοὺς θεούς Iamb.VP24.106.
German (Pape)
[Seite 299] ἡ, das zum Verwandten, Freunde Machen, Gewinnen, Sp. Überh. Aneignung, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος, = οἰκειοῦσθαι, Thuc. 4, 128.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείωσις: ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, ἰδιοποίησις, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’approprier ou de se concilier.
Étymologie: οἰκειόω.
Greek Monotonic
οἰκείωσις: ἡ (οἰκειόω), το να θεωρεί κάποιος κάτι ως δικό του, οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκείωσις: εως ἡ
1) присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;
2) приспособление, приноравливание (τινι Plut.).
Middle Liddell
οἰκείωσις, ιος, ἡ, οἰκειόω
a taking as one's own, appropriation, Thuc.