λαίλαπας
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
λαίλαπα, η (Α λαῖλαψ, -απος, ή, Μ λαῖλαψ και λαίλαπας, ὁ)
1. σφοδρότατος άνεμος που ξεσπάει απότομα και, αφού πνεύσει για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, σταματάει επίσης απότομα (α. «Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», Ομ. Οδ.
β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῡς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», Πλούτ.)
2. μτφ. αυτός που επέρχεται με σφοδρότητα («ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (λαι-λαψ), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας].